- κρατησιππος
- κρατήσιπποςκρᾰτήσ-ιππος2побеждающий в конных состязаниях
(ἅρμα Pind.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(ἅρμα Pind.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
κρατήσιππος — κρατήσιππος, ον (Α) αυτός που νικά σε ιπποδρομία. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος* < κράτησι (< κρατῶ) + ίππος (< ἵππος), πρβλ. δαμάσ ιππος, ζεύξ ιππος] … Dictionary of Greek
κρατήσιππον — κρατήσιππος victorious in the race masc/fem acc sg κρατήσιππος victorious in the race neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ίππος — I Μονάδα μέτρησης της ισχύος που συμβολίζεται με CV (γαλλικά, Cheval Vapeur) ή HP (αγγλικά, Horse Power). H μονάδα CV χρησιμοποιείται κυρίως για τη μέτρηση ισχύος μηχανών και ισούται με 75 χιλιογραμμόμετρα ανά δευτερόλεπτο ή 736 W. Ο βρετανικός ι … Dictionary of Greek